- κεφάλι
- Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 55 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 62 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινναχωρίου.
* * *το (Μ κεφάλι και κεφάλιν)1. η κεφαλή τού ανθρώπου ή τών ζώων2. οτιδήποτε μοιάζει με κεφάλι (α. «ένα κεφάλι σκόρδο» β. «κεφάλι τυρί» γ. «καὶ ψήσετε μικρούτζικον κεφάλιν κρομμυδίτζιν», Πρόδρ.)νεοελλ.1. το αυτοτελές άτομο ενός συνόλου («έχει εκατό κεφάλια πρόβατα»)2. βιολ. το μορφολογικά διαφοροποιημένο πρόσθιο τμήμα τού σώματος τών αμφιπλευροσυμμετρικών ζώων3. φρ. α) «σπάω το κεφάλι μου» — προσπαθώ να θυμηθώ κάτι, αλλά δεν μπορώ β) «μεγάλο κεφάλι» ή «γερό κεφάλι» — άνθρωπος πολύ μορφωμένος ή πολύ έξυπνοςγ) «ξερό κεφάλι» ή «αγύριστο κεφάλι» ή «μουλαρήσιο κεφάλι» — άνθρωπος πεισματάρης, ισχυρογνώμωνδ. «κάνω τού κεφαλιού μου» — κάνω ό,τι νομίζω εγώ σωστό, χωρίς να λαμβάνω υπ' όψιν συμβουλές άλλωνε) «τό έβγαλα απ' το κεφάλι μου» — τό επινόησα μόνος μου χωρίς υποδείξειςστ) «θα φας το κεφάλι σου» — θα πάθεις ζημιάζ) «σηκώνω κεφάλι» — παίρνω θάρροςη) «δεν σηκώνω κεφάλι απ' τη δουλειά» — εργάζομαι αδιάκοπα, είμαι ολόψυχα προσηλωμένος στη δουλειά μουθ) «κατεβάζει το κεφάλι του» είναι εφευρετικό μυαλόι) «κόβω το κεφάλι μου» ή «βάζω το κεφάλι μου στη φωτιά» ή «βάζω το κεφάλι μου στο σακί» — είμαι τόσο σίγουρος γι' αυτό που λέω ώστε στοιχιματίζω ακόμη και τη ζωή μουια) «θα χτυπήσω το κεφάλι μου» — θα μετανιώσω πικράιβ) «έπεσε με το κεφάλι» — αρρώστησε σοβαράιγ) «βάζω το κεφάλι μου στον τορβά» — διακινδυνεύω τη ζωή μουδ) «κάνω κεφάλι» — μεθώ, ζαλίζομαιιε) «στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου» — πιέζω κάποιονιστ) «φύγε από το κεφάλι μου» — άφησε με ήσυχο3. παροιμ. α) «σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι» — γι' αυτούς που, ενώ έχουν άδικο, εναντιώνονται σ' εκείνους που έχουν δίκιο ή γι' αυτούς που, ενώ λόγω τής θέσης τους δεν πρέπει να εναντιωθούν σε κάποιον ανώτερο, ωστόσο τό κάνουνβ) «λαγός τη φτέρην έτριβε, κακό τού κεφαλιού του» — γι' αυτούς που κάνουν ζημιά στον εαυτό τουςγ) «πέφτει το ένα κεφάλι, σηκώνεται το άλλο» — γι' αυτούς που κληρονομούν περιουσία συγγενούς που πέθανεδ) «το ψάρι απ' το κεφάλι βρομά»i) τα μεγάλα δεινά για ένα σύνολο προέρχονται από τη διεφθαρμένη ηγεσία τουii) για τα παθήματα τού καθενός κανένας άλλος δεν φταίει παρά μόνο η αφροσύνη τού ίδιουνεοελλ.-μσν.φρ. «σηκώνω κεφάλι» — επαναστατώμσν.1. η κορυφή, το πάνω μέρος τόπου ή αντικειμένου2. η αρχή ενός πράγματος3. τμήμα, κεφάλαιο συγγράμματος4. σύνολο5. νους, κρίση, γνώμη6. αρχηγός, υπεύθυνος επικεφαλής7. φρ. α) «κάμνω κεφάλι» — επαναστατώ, στασιάζωβ) «βάζω τό κεφάλι(ν) μου» — ριψοκινδυνεύωγ) «βγάζω κεφάλι» — επιβάλλομαι, υπερισχύωδ) «είμαι κεφάλι απάνω σέ κάποιον» — καταδυναστεύω κάποιον, είμαι κυρίαρχος κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. Κεφάλ-ιον (υποκορ. τού κεφαλή) > κεφάλιν > κεφάλι, με απώλεια τής υποκοριστικής σημ.ΠΑΡ. κεφαλάρι, κεφάλας, κεφαλιά, κεφαλιακός, κεφαλιάτικος, κεφαλιωμένος].
Dictionary of Greek. 2013.